Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιχώριος
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
περίψημα
περίψησις
περίψηφος
περιψήχω
περιψιθυρίζω
περιψιλόομαι
περιψίλωσις
περιψοφέω
περιψόφησις
περιψυγμός
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιώγανα
View word page
περιψιθυρίζω
περιψῐθῠρίζω
,
A).
whisper around
,
Suid.
s.v.
περιηχήθην
( Pass.).
ShortDef
whisper around
Debugging
Headword:
περιψιθυρίζω
Headword (normalized):
περιψιθυρίζω
Headword (normalized/stripped):
περιψιθυριζω
IDX:
82584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82585
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιψῐθῠρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">whisper around</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">περιηχήθην</span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}