Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
περιχώομαι
περιχωρέω
περιχώρησις
περιχώριος
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
περίψημα
περίψησις
περίψηφος
περιψήχω
περιψιθυρίζω
View word page
περιχώριος
περιχώρ-ιος, ον,
A). = περίχωρος : τὰ π. Str. 1.2.15 (s. v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιχώριος
Headword (normalized):
περιχώριος
Headword (normalized/stripped):
περιχωριος
IDX:
82574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχώρ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περίχωρος</span> : <span class="foreign greek">τὰ π</span>. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:1:2:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:1:2:15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 1.2.15 </a> (s. v.l.).</div> </div><br><br>'}