περιχώννυμι
περιχώννῡμι,
A). heap earth round, τὰς ἀμπέλους , cf. 17.82 ( Pass.) :— Pass., 5.148 to be covered with mud, etc., : metaph., 3.40 περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν VA 4.23 .
II). embank, γῆν PSI 6.577.8 (iii B. C.), cf. PLille 1 v 20 (iii B. C.).