Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιχρυσόω
περίχυδᾰ
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
περιχώομαι
περιχωρέω
περιχώρησις
περιχώριος
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
View word page
περιχωνεύομαι
περιχωνεύομαι
,
A).
to be fused in an amalgam with
,
χρυσῷ
Dsc.
Eup.
2.168
.
ShortDef
to be fused in an amalgam with
Debugging
Headword:
περιχωνεύομαι
Headword (normalized):
περιχωνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
περιχωνευομαι
IDX:
82569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82570
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχωνεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be fused in an amalgam with</span>, <span class="quote greek">χρυσῷ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 2.168 </span> .</div> </div><br><br>'}