Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδᾰ
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
περιχώομαι
περιχωρέω
περιχώρησις
περιχώριος
View word page
περιχυτήριον
περι-χῠτήριον, τό,
A). perfusorium, Gloss.


ShortDef

perfusorium

Debugging

Headword:
περιχυτήριον
Headword (normalized):
περιχυτήριον
Headword (normalized/stripped):
περιχυτηριον
IDX:
82564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-χῠτήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">perfusorium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}