Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεμούριον
ἀεμοφθορία
ἀεμόφθορος
ἀεμόφοιτος
ἀεμοφόρητος
ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμυμάχθη
ἀνεμφάνιστος
ἀνέμφαντος
ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
ἀνεμωνίς
ἀνεμώτας
Ἀνεμῶτις
View word page
ἀνεμυμάχθη
ἀνεμ-υμάχθη· ὑπείδετο, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεμυμάχθη
Headword (normalized):
ἀνεμυμάχθη
Headword (normalized/stripped):
ανεμυμαχθη
IDX:
8255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8256
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεμ-υμάχθη·</span> <span class="foreign greek">ὑπείδετο,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}