Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίχολος
περιχονδριάω
περιχόραι
περιχορεύω
περιχορίζω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδᾰ
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
View word page
περίχροος
περίχροος, ον, contr. περί-χρους, χρουν,
A). highly-coloured, Gal. 16.627 .


ShortDef

highly-coloured

Debugging

Headword:
περίχροος
Headword (normalized):
περίχροος
Headword (normalized/stripped):
περιχροος
IDX:
82557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82558
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίχροος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, contr. <span class="orth greek">περί-χρους</span>, <span class="itype greek">χρουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">highly-coloured</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.627 </span>.</div> </div><br><br>'}