Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχόραι
περιχορεύω
περιχορίζω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδᾰ
περίχυμα
περίχυσις
View word page
περίχρισις
περί-χρῑσις, εως, ,
A). anointing, ὀφθαλμικαὶ π. Dsc. 1.99 .


ShortDef

anointing

Debugging

Headword:
περίχρισις
Headword (normalized):
περίχρισις
Headword (normalized/stripped):
περιχρισις
IDX:
82552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82553
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-χρῑσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">anointing</span>, <span class="foreign greek">ὀφθαλμικαὶ π</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.99 </span>.</div> </div><br><br>'}