Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχόραι
περιχορεύω
περιχορίζω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδᾰ
περίχυμα
View word page
περιχορίζω
περιχορ-ίζω
,=foreg.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιχορίζω
Headword (normalized):
περιχορίζω
Headword (normalized/stripped):
περιχοριζω
IDX:
82551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82552
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχορ-ίζω</span>,=foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}