Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχόραι
περιχορεύω
περιχορίζω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
View word page
περιχόραι
περιχόραι· περιχορεῖαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιχόραι
Headword (normalized):
περιχόραι
Headword (normalized/stripped):
περιχοραι
IDX:
82549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82550
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχόραι·</span> <span class="foreign greek">περιχορεῖαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}