Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχόραι
περιχορεύω
περιχορίζω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
View word page
περιχονδριάω
περιχονδριάω,
A). to be swollen, cj. in Com.Adesp. 1116 .


ShortDef

to be swollen

Debugging

Headword:
περιχονδριάω
Headword (normalized):
περιχονδριάω
Headword (normalized/stripped):
περιχονδριαω
IDX:
82548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82549
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχονδριάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be swollen</span>, cj. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1116 </span>.</div> </div><br><br>'}