Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχόραι
περιχορεύω
περιχορίζω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
View word page
περιχιλόω
περιχῑλόω,
A). eat one's fill, Hsch.


ShortDef

eat one's fill

Debugging

Headword:
περιχιλόω
Headword (normalized):
περιχιλόω
Headword (normalized/stripped):
περιχιλοω
IDX:
82545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχῑλόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eat one\'s fill</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}