Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχόραι
περιχορεύω
περιχορίζω
περίχρισις
View word page
περιχερίδες
περιχερίδες, αἱ,
A). sleeves, Lyd. Mag. 1.17 .


ShortDef

sleeves

Debugging

Headword:
περιχερίδες
Headword (normalized):
περιχερίδες
Headword (normalized/stripped):
περιχεριδες
IDX:
82542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχερίδες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sleeves</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 1.17 </span>.</div> </div><br><br>'}