Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιχαλάω
περιχαλινόω
περιχαλκιζω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχαμπτά
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
View word page
περιχαρακτικός
περιχᾰρᾰκ-τικός, , όν,
A). causing tissues to form a line of demarcation round, ἐσχαρῶν Dsc. 1.105 ; π. δύναμις Id. 2.100 .


ShortDef

causing tissues to form a line of demarcation round

Debugging

Headword:
περιχαρακτικός
Headword (normalized):
περιχαρακτικός
Headword (normalized/stripped):
περιχαρακτικος
IDX:
82533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχᾰρᾰκ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">causing tissues to form a line of demarcation round</span>, <span class="quote greek">ἐσχαρῶν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.105 </span> ; <span class="quote greek">π. δύναμις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.100 </span> .</div> </div><br><br>'}