Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίνω
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περιχαλκιζω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχαμπτά
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
View word page
περιχανδής
περιχανδής, ές,
A). capacious, χύτρος Nic. Fr. 72.3 .


ShortDef

capacious

Debugging

Headword:
περιχανδής
Headword (normalized):
περιχανδής
Headword (normalized/stripped):
περιχανδης
IDX:
82529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82530
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχανδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">capacious</span>, <span class="quote greek">χύτρος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 72.3 </span> .</div> </div><br><br>'}