Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίνω
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περιχαλκιζω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχαμπτά
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
View word page
περιχαλκιζω
περιχαλκ-ιζω,=περιχαλκόω, in Pass., BGU 283.16 (i A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιχαλκιζω
Headword (normalized):
περιχαλκιζω
Headword (normalized/stripped):
περιχαλκιζω
IDX:
82525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82526
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχαλκ-ιζω</span>,=<span class="foreign greek">περιχαλκόω</span>, in Pass., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 283.16 </span> (i A.D.).</div><br><br>'}