Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίνω
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περιχαλκιζω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχαμπτά
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
View word page
περιχαίνω
περιχαίνω,
A). v. περιχάσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιχαίνω
Headword (normalized):
περιχαίνω
Headword (normalized/stripped):
περιχαινω
IDX:
82521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82522
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιχαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιχάσκω</span> .</div> </div><br><br>'}