Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίνω
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περιχαλκιζω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχαμπτά
View word page
περίφωρος
περίφωρος, ον,(φώρ)
A). detected, Plu. 2.49c .


ShortDef

detected

Debugging

Headword:
περίφωρος
Headword (normalized):
περίφωρος
Headword (normalized/stripped):
περιφωρος
IDX:
82518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82519
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίφωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">φώρ</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">detected</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.49c </span>.</div> </div><br><br>'}