Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρεύω
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
View word page
περιφρουρεύω
περιφρουρ-εύω,=sq., Opp. H. 4.233 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιφρουρεύω
Headword (normalized):
περιφρουρεύω
Headword (normalized/stripped):
περιφρουρευω
IDX:
82502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφρουρ-εύω</span>,=sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0023.tlg001.perseus-grc1:4:233" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0023.tlg001.perseus-grc1:4.233/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 4.233 </a>.</div><br><br>'}