Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφουρνος
περιφραγή
περίφραγμα
περιφράγνυμι
περιφραδής
περιφράζομαι
περιφράκτης
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
View word page
περιφράκτης
περι-φράκτης
,
ου
,
ὁ
,=οἰκοδόμος φραγμῶν
,
Aq.
Is.
58.12
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιφράκτης
Headword (normalized):
περιφράκτης
Headword (normalized/stripped):
περιφρακτης
IDX:
82491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82492
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-φράκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">,=οἰκοδόμος φραγμῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 58.12 </span>.</div><br><br>'}