Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφουρνος
περιφραγή
περίφραγμα
περιφράγνυμι
περιφραδής
περιφράζομαι
περιφράκτης
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
View word page
περιφράγνυμι
περιφρᾰ/γ-νῡμι,=περιφράσσω, Them. Or. 32.357c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιφράγνυμι
Headword (normalized):
περιφράγνυμι
Headword (normalized/stripped):
περιφραγνυμι
IDX:
82488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφρᾰ/γ-νῡμι</span>,=<span class="foreign greek">περιφράσσω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg032:357c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg032:357c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 32.357c </a>.</div><br><br>'}