Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφουρνος
περιφραγή
περίφραγμα
περιφράγνυμι
περιφραδής
περιφράζομαι
περιφράκτης
περίφρακτος
περίφραξις
View word page
περιφόρινος
περιφόρῑνος, ον,(φορίνη)
A). covered with skin, χοιρίδια Diph. 90 ; cf. περίφουρνος.


ShortDef

covered with skin

Debugging

Headword:
περιφόρινος
Headword (normalized):
περιφόρινος
Headword (normalized/stripped):
περιφορινος
IDX:
82483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82484
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφόρῑνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">φορίνη</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covered with skin</span>, <span class="quote greek">χοιρίδια</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0447.tlg001:90" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0447.tlg001:90/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diph.</span> 90 </a> ; cf. <span class="foreign greek">περίφουρνος</span>.</div> </div><br><br>'}