Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφουρνος
περιφραγή
περίφραγμα
περιφράγνυμι
περιφραδής
περιφράζομαι
περιφράκτης
View word page
περιφορητικός
περιφορ-ητικός, , όν,
A). current, λόγος S.E. M. 10.87 .


ShortDef

current

Debugging

Headword:
περιφορητικός
Headword (normalized):
περιφορητικός
Headword (normalized/stripped):
περιφορητικος
IDX:
82481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφορ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">current</span>, <span class="quote greek">λόγος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:10:87" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:10.87/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 10.87 </a> .</div> </div><br><br>'}