Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφλύω
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφουρνος
περιφραγή
περίφραγμα
περιφράγνυμι
περιφραδής
περιφράζομαι
View word page
περιφόρημα
περιφόρ-ημα, ατος, τό,
A). anything handed round, dish, Gloss.


ShortDef

anything handed round, dish

Debugging

Headword:
περιφόρημα
Headword (normalized):
περιφόρημα
Headword (normalized/stripped):
περιφορημα
IDX:
82480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82481
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφόρ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">anything handed round, dish,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}