Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφλοισμός
περιφλύω
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφουρνος
περιφραγή
περίφραγμα
περιφράγνυμι
περιφραδής
View word page
περιφορέω
περιφορ-έω,
A). = περιφέρω , Hdt. 2.48 .


ShortDef

carry around

Debugging

Headword:
περιφορέω
Headword (normalized):
περιφορέω
Headword (normalized/stripped):
περιφορεω
IDX:
82479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82480
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφορ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιφέρω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:2:48" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:2.48/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 2.48 </a>.</div> </div><br><br>'}