Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφλύω
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
περιφοράδην
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
View word page
περιφλύω
περιφλύω,
A). v. περιφλεύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιφλύω
Headword (normalized):
περιφλύω
Headword (normalized/stripped):
περιφλυω
IDX:
82470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφλύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιφλεύω</span> .</div> </div><br><br>'}