Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφλύω
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
περιφορά
View word page
περιφλογισμός
περιφλογ-ισμός, ,
A). scorching, Sm., Thd De. 28.22 .


ShortDef

scorching

Debugging

Headword:
περιφλογισμός
Headword (normalized):
περιφλογισμός
Headword (normalized/stripped):
περιφλογισμος
IDX:
82466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφλογ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scorching</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span></span>, Thd<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">De.</span> 28.22 </span>.</div> </div><br><br>'}