Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφλύω
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
περίφοιτος
View word page
περιφλογίζω
περιφλογ-ίζω,
A). blaze around, PMag.Par. 1.3073 .


ShortDef

blaze around

Debugging

Headword:
περιφλογίζω
Headword (normalized):
περιφλογίζω
Headword (normalized/stripped):
περιφλογιζω
IDX:
82465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82466
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφλογ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">blaze around,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.3073 </span>.</div> </div><br><br>'}