Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφλύω
περιφοβέω
περίφοβος
περιφοιτάω
περιφοίτησις
View word page
περιφλίωμα
περιφλίωμα [ῑ], ατος, τό,
A). portico, CRAcad.Inscr. 1906.168 (Aphrodisias, ii A.D.).


ShortDef

portico

Debugging

Headword:
περιφλίωμα
Headword (normalized):
περιφλίωμα
Headword (normalized/stripped):
περιφλιωμα
IDX:
82464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφλίωμα</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">portico,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">CRAcad.Inscr.</span> 1906.168 </span> (Aphrodisias, ii A.D.).</div> </div><br><br>'}