Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιφθέγγομαι
περιφθείρομαι
περιφθινύθω
περιφίλητος
περιφιμόω
περιφίμωσις
περιφλεγής
περιφλέγω
περιφλέκτως
περίφλεξις
περιφλευσμός
περιφλεύω
περιφλίω
περιφλίωμα
περιφλογίζω
περιφλογισμός
περιφλοίζω
περίφλοιος
περιφλοισμός
περιφλύω
περιφοβέω
View word page
περιφλευσμός
περι-φλευσμός, ,
A). scorching, Aq. De. 28.22 .


ShortDef

scorching

Debugging

Headword:
περιφλευσμός
Headword (normalized):
περιφλευσμός
Headword (normalized/stripped):
περιφλευσμος
IDX:
82461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-φλευσμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scorching</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">De.</span> 28.22 </span>.</div> </div><br><br>'}