Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιυφαίνω
περιφαγεῖν
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάλλια
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφέγγεια
περιφέγγω
περιφείδομαι
περιφέρεια
περιφερής
περιφερόγραμμος
περιφέρω
περιφεύγω
περιφημίζω
περιφήμιστος
περίφημος
περιφθέγγομαι
View word page
περιφέγγω
περιφέγγ-ω,
A). illuminate round about, in Med., Sm. Ez. 1.27 .


ShortDef

illuminate round about

Debugging

Headword:
περιφέγγω
Headword (normalized):
περιφέγγω
Headword (normalized/stripped):
περιφεγγω
IDX:
82441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82442
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφέγγ-ω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">illuminate round about</span>, in Med., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ez.</span> 1.27 </span>.</div> </div><br><br>'}