περιφαίνομαι
περιφαίνομαι, Pass.,
A). to be visible all round, ὄρεος .. ἕκαθεν περιφαινομένοιο ; 13.179 ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, βωμὸν ποιήσω h.Ven. 100 ; ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) : generally, 5.476 to be visible, ὅσση π. ὀκλάξ . 517
2). shine around, . 2.932b