Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαγεῖν
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάλλια
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
περιφέγγεια
περιφέγγω
περιφείδομαι
View word page
περιφαγεῖν
περιφᾰγεῖν,
A). v. περιεσθίω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιφαγεῖν
Headword (normalized):
περιφαγεῖν
Headword (normalized/stripped):
περιφαγειν
IDX:
82432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82433
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιφᾰγεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιεσθίω</span> .</div> </div><br><br>'}