Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαγεῖν
περιφαής
περιφαίνομαι
περιφάλλια
περιφάνεια
περιφανής
περίφαντος
περίφασις
View word page
περιυπνίζω
περιυπν-ίζω,
A). expergiscor, Gloss.


ShortDef

expergiscor

Debugging

Headword:
περιυπνίζω
Headword (normalized):
περιυπνίζω
Headword (normalized/stripped):
περιυπνιζω
IDX:
82429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82430
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιυπν-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">expergiscor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}