Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιτρύχω
περιτρώγω
περιτρωχάω
περιττός
περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαγεῖν
περιφαής
περιφαίνομαι
View word page
περιτυμπανίζομαι
περιτυμπᾰνίζομαι
, Pass.,
A).
to be maddened by drums
,
Plu.
2.144d
,
167c
.
ShortDef
to be maddened by drums
Debugging
Headword:
περιτυμπανίζομαι
Headword (normalized):
περιτυμπανίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιτυμπανιζομαι
IDX:
82424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82425
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτυμπᾰνίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be maddened by drums</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.144d </span>, <span class="bibl"> 167c </span>.</div> </div><br><br>'}