Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιτρύπησις
περιτρύχω
περιτρώγω
περιτρωχάω
περιττός
περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
περιύομαι
περιυπνίζω
περίυπνος
περιυφαίνω
περιφαγεῖν
περιφαής
View word page
περιτύμβιος
περιτύμβιος, ον,
A). at the grave, δάκρυα AP 7.560 (Paul. Sil.).


ShortDef

round

Debugging

Headword:
περιτύμβιος
Headword (normalized):
περιτύμβιος
Headword (normalized/stripped):
περιτυμβιος
IDX:
82423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82424
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτύμβιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">at the grave</span>, <span class="quote greek">δάκρυα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.560 </span> (Paul. Sil.).</div> </div><br><br>'}