Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περιτροχάω
περιτρόχιον
περιτροχλισμός
περίτροχος
περιτρύζω
περιτρυπάω
περιτρύπησις
περιτρύχω
περιτρώγω
περιτρωχάω
περιττός
περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
περιυλακτέω
View word page
περιττός
περιττός
,
περιτρῡπ-άκις
,
περιτρῡπ-εύω
,
περιτρῡ/π-ωμα
, etc., v.
περισς
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιττός
Headword (normalized):
περιττός
Headword (normalized/stripped):
περιττος
IDX:
82417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82418
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιττός</span>, <span class="orth greek">περιτρῡπ-άκις</span>, <span class="orth greek">περιτρῡπ-εύω</span>, <span class="orth greek">περιτρῡ/π-ωμα</span>, etc., v. <span class="itype greek">περισς</span>-.</div><br><br>'}