Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιτροχασμός
περιτροχάω
περιτρόχιον
περιτροχλισμός
περίτροχος
περιτρύζω
περιτρυπάω
περιτρύπησις
περιτρύχω
περιτρώγω
περιτρωχάω
περιττός
περιτυγχάνω
περιτυλίσσω
περίτυλος
περιτυλόω
περιτύλωσις
περιτύμβιος
περιτυμπανίζομαι
περιτυπόω
περιυβρίζω
View word page
περιτρωχάω
περιτρωχάω, Ep. collat. form of περιτρέχω, Q.S. 7.459 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιτρωχάω
Headword (normalized):
περιτρωχάω
Headword (normalized/stripped):
περιτρωχαω
IDX:
82416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82417
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτρωχάω</span>, Ep. collat. form of <span class="foreign greek">περιτρέχω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:7:459" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:7.459/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Q.S.</span> 7.459 </a>.</div><br><br>'}