Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίτρητος
περιτρηχής
περιτριβής
περιτρίβω
περιτρίζω
περίτριμμα
περίτριπτος
περίτριψις
περιτρομέω
περίτρομος
περιτροπάδην
περιτροπέω
περίτροπος
περιτροχάζω
περιτρόχαλος
περιτροχασμός
περιτροχάω
περιτρόχιον
περιτροχλισμός
περίτροχος
περιτρύζω
View word page
περιτροπάδην
περιτροπ-άδην [ᾰ], Adv.
A). by rounding up, A.R. 2.143 .


ShortDef

by rounding up

Debugging

Headword:
περιτροπάδην
Headword (normalized):
περιτροπάδην
Headword (normalized/stripped):
περιτροπαδην
IDX:
82401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτροπ-άδην</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by rounding up</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2:143" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:2.143/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 2.143 </a>.</div> </div><br><br>'}