περίτριμμα
περί-τριμμα, ατος, τό,
A). anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Nu. 447 ; π. ἀγορᾶς ; 18.127 π. πραγμάτων Com.Adesp. 889 .
II). Medic., preparation for rubbing in, ap. . 12.447