Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτινάσσω
Περίτιος
περιτιταίνω
περιτίτραμαι
περιτίω
περίτμημα
περιτομεύς
περιτομή
περιτομίς
περίτομος
περιτόναιος
περιτονία
περιτόνιον
περίτονος
περιτοξεύω
περιτορνεύω
περίτρανος
περιτραχηλίδιον
περιτραχήλιος
View word page
περιτομίς
περιτομ-ίς, ίδος, , part of a ship, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιτομίς
Headword (normalized):
περιτομίς
Headword (normalized/stripped):
περιτομις
IDX:
82371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτομ-ίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, part of a ship, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}