Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιτεύοντες
περιτεχνάομαι
περίτεχννσις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτινάσσω
Περίτιος
περιτιταίνω
περιτίτραμαι
περιτίω
περίτμημα
περιτομεύς
περιτομή
περιτομίς
περίτομος
περιτόναιος
View word page
περιτινάσσω
περιτῐνάσσω,
A). gloss on δνοπαλίζω , EM 281.22 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιτινάσσω
Headword (normalized):
περιτινάσσω
Headword (normalized/stripped):
περιτινασσω
IDX:
82363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82364
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτῐνάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δνοπαλίζω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:281:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:281.22/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 281.22 </a>.</div> </div><br><br>'}