περιτίλλω
περιτίλλω,
A). pluck all round, strip, θρίδακα strip the outside leaves off a lettuce, ; 3.32 θρίδαξ περιτετιλμένη ibid.: metaph., περιτετιλμένος τὰ πτερά having one's feathers all plucked off, Gall. 23 .
II). pluck out, v. παρατίλλω .