Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεύοντες
περιτεχνάομαι
περίτεχννσις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτινάσσω
Περίτιος
View word page
περιτεχνάομαι
περιτεχν-άομαι,
A). contrive with greatcunning, Anon. ap. Suid.


ShortDef

contrive with greatcunning

Debugging

Headword:
περιτεχνάομαι
Headword (normalized):
περιτεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιτεχναομαι
IDX:
82354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82355
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτεχν-άομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contrive with greatcunning</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}