Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεύοντες
περιτεχνάομαι
περίτεχννσις
περίτηγμα
περιτήκω
περίτηξις
περιτιάρα
περιτίθημι
περιτίλλω
περιτιμήεις
περιτινάσσω
View word page
περιτεύοντες
περιτεύοντες· συλῶντες, Hsch. (fort. πειρατεύοντες).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιτεύοντες
Headword (normalized):
περιτεύοντες
Headword (normalized/stripped):
περιτευοντες
IDX:
82353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτεύοντες·</span> <span class="foreign greek">συλῶντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">πειρατεύοντες</span>).</div><br><br>'}