Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
περίτειχος
περιτελέθω
περιτελέω
περιτέλλομαι
περιτέμνω
περιτένεια
περιτενής
περιτεραμνίζω
περιτέρμων
περιτεύοντες
περιτεχνάομαι
περίτεχννσις
View word page
περιτελέθω
περιτελέθω,
A). grow around, περὶ γλῶχες τελέθουσι Hes. Sc. 398 .


ShortDef

to grow around

Debugging

Headword:
περιτελέθω
Headword (normalized):
περιτελέθω
Headword (normalized/stripped):
περιτελεθω
IDX:
82345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82346
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτελέθω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">grow around</span>, <span class="quote greek">περὶ γλῶχες τελέθουσι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0020.tlg003.perseus-grc1:398" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0020.tlg003.perseus-grc1:398/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hes.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sc.</span> 398 </a> .</div> </div><br><br>'}