Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περισχιδής
περισχίζω
περίσχισις
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισώζω
περισωρεύω
περιταινία
περιτάμνω
περίτανος
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
περιτειχίζω
περιτείχισις
περιτείχισμα
περιτειχισμός
View word page
περιτάμνω
περιτάμνω
, Ion. and Ep. for
περιτέμνω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιτάμνω
Headword (normalized):
περιτάμνω
Headword (normalized/stripped):
περιταμνω
IDX:
82333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82334
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιτάμνω</span>, Ion. and Ep. for <span class="foreign greek">περιτέμνω</span>.</div><br><br>'}