Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίσφυρος
περισχαδόν
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περίσχισις
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισώζω
περισωρεύω
περιταινία
περιτάμνω
περίτανος
περιταρχύομαι
περίτασις
περιταφρεύω
περιτείνω
περιτείρω
View word page
περισχοινισμός
περισχοιν-ισμός, ,
A). roping off, τοῦ περιστύλου BCH 23.566 (Delph.).


ShortDef

roping off

Debugging

Headword:
περισχοινισμός
Headword (normalized):
περισχοινισμός
Headword (normalized/stripped):
περισχοινισμος
IDX:
82329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82330
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισχοιν-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">roping off</span>, <span class="quote greek">τοῦ περιστύλου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 23.566 </span> (Delph.).</div> </div><br><br>'}