Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισφριγάω
περισφύριος
περισφυρίς
περίσφυρος
περισχαδόν
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περίσχισις
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισώζω
περισωρεύω
περιταινία
περιτάμνω
περίτανος
περιταρχύομαι
περίτασις
View word page
περισχισμός
περι-σχισμός, ,
A). division, fission, σπέρματος Placit. 5.10.1 .


ShortDef

division, fission

Debugging

Headword:
περισχισμός
Headword (normalized):
περισχισμός
Headword (normalized/stripped):
περισχισμος
IDX:
82326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82327
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-σχισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">division, fission</span>, <span class="quote greek">σπέρματος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 5.10.1 </span> .</div> </div><br><br>'}