Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περισφαραγέω
περίσφατος
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφριγάω
περισφύριος
περισφυρίς
περίσφυρος
περισχαδόν
περίσχεσις
περίσχετος
περισχιδής
περισχίζω
περίσχισις
περισχισμός
περισχοινίζω
περισχοίνισμα
περισχοινισμός
περισώζω
View word page
περισχαδόν
περισχαδόν
, applied to an actor taking the part of Perseus as a beggar ; also
ψίαθον ἐν ᾧ περιειλοῦσι τὰς ἰσχάδας
,
Hsch.
περισχελές·
δυσχερές
, Id.
περισχέμεν
,
περίσχεο
,
A).
v.
περιέχω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περισχαδόν
Headword (normalized):
περισχαδόν
Headword (normalized/stripped):
περισχαδον
IDX:
82320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82321
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισχαδόν</span>, applied to an actor taking the part of Perseus as a beggar ; also <span class="foreign greek">ψίαθον ἐν ᾧ περιειλοῦσι τὰς ἰσχάδας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">περισχελές·</span> <span class="foreign greek">δυσχερές</span>, Id. <span class="orth greek">περισχέμεν</span>, <span class="orth greek">περίσχεο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιέχω</span> .</div> </div><br><br>'}